- κόμοδος
- -η, -οαυτός που προσφέρει ευκολίες, βολικός, πρόσφορος («κόμοδο σπίτι»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. commode].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόμοδος, -η — ο (λ. ιταλ.), αυτός που εύκολα προσαρμόζεται, βολικός, άνετος: Αυτό είναι κόμοδο σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Περτίναξ, Πόπλιος Όλβιος — (Λιγουρία, 1η Αυγούστου 126 – Pώμη, 31 Δεκεμβρίου 192). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., γιος ενός απελεύθερου ξυλέμπορου. Αφού δίδαξε σε ένα σχολείο, κατατάχθηκε στον στρατό, διοικώντας μονάδες στη Συρία και… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek